του Νίκου Σαραντάκου
Συνήθως, τα άρθρα μου στην
Αυγή τα αναδημοσιεύω στο ιστολόγιο μια-δυο μέρες μετά τη δημοσίευσή τους στην
εφημερίδα - με μόνη εξαίρεση όταν τυχαίνει Κυριακή εκλογών (είχε ξανασυμβεί το
2009), οπότε τα προδημοσιεύω. Αρχικά μάλιστα λογάριαζα να το βάλω χτες, αλλά
και σήμερα δεν πειράζει. Να σημειώσω ότι στη σημερινή δημοσίευση έχω κάνει
μερικές προσθήκες σε σχέση με το άρθρο της εφημερίδας (όπου υπάρχει περιορισμός
χώρου). […]
Το σημερινό άρθρο
δημοσιεύεται ανήμερα των εκλογών κι έτσι δεν θα μπορούσε να μην έχει...
εκλογικό χρώμα· ωστόσο, το ατύχημα είναι ότι η στήλη έχει γνωρίσει ήδη δύο άλλες εκλογικές διαδικασίες, τις ευρωπαϊκές και τις εθνικές εκλογές του 2009, κι έτσι την εκλογική ορολογία την έχουμε λίγο-πολύ εξαντλήσει. Σήμερα λοιπόν θα εστιάσουμε σε μια λέξη στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί επιτροχάδην, στο μαύρισμα.
εκλογικό χρώμα· ωστόσο, το ατύχημα είναι ότι η στήλη έχει γνωρίσει ήδη δύο άλλες εκλογικές διαδικασίες, τις ευρωπαϊκές και τις εθνικές εκλογές του 2009, κι έτσι την εκλογική ορολογία την έχουμε λίγο-πολύ εξαντλήσει. Σήμερα λοιπόν θα εστιάσουμε σε μια λέξη στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί επιτροχάδην, στο μαύρισμα.
Όταν ένας υποψήφιος ή ένα
κόμμα ηττηθεί στις εκλογές, λέμε ότι «τον μαύρισαν» ή «έφαγε μαύρο» (ή και
«έφαγε φούμο»). Στις μέρες μας, που ρίχνουμε στην κάλπη ψηφοδέλτια αφού πρώτα
βάλουμε σταυρό σε κάποιους υποψήφιους, οι φράσεις αυτές μοιάζουν παράταιρες, κι
όμως ακόμα και για τις σημερινές εκλογές θα έχετε πιθανότατα ακούσει προτροπές
του τύπου «μαυρίστε τους». Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι η σημασία «μαύρισμα =
καταψήφιση» είναι απομεινάρι από την παλιότερη μέθοδο ψηφοφορίας, που
εφαρμόστηκε από το 1864 και μετά, όταν ο κάθε υποψήφιος είχε τη δική του κάλπη,
χωρισμένη στα δύο: στα δεξιά, με άσπρο χρώμα, ήταν το Ναι· στα αριστερά, με
χρώμα μαύρο, το Όχι. Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο
ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει
τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η
προτίμησή του. Τελευταία φορά που ψηφίσαμε με σφαιρίδια ήταν οι εκλογές του
Νοεμβρίου 1920· κοντεύει να κλείσει αιώνας κι όμως η γλώσσα, αυτό το υπέροχα
απρόβλεπτο πράγμα, συντηρητικό μαζί και κομμουνιστικό, διατηρεί τη σημασία της
καταψήφισης για το μαύρισμα, ίσως επειδή η λέξη «μαύρος» έχει ένα σωρό
αρνητικές συνδηλώσεις, οπότε το βρίσκουμε εύλογο πως μαυρίζεται το κόμμα που
χάνει στις εκλογές, κι ας μην έχουμε γνωρίσει τα σφαιρίδια.
Είπαμε ότι οι εκλογές με
σφαιρίδιο, που διάρκεσαν μόνο 56 χρόνια (από το 1864 ως το 1920) άφησαν τη
σφραγίδα τους στη φρασεολογία (τον μαύρισαν, ψήφισα το Χ. δαγκωτό, τον ψήφισαν
μονοκούκι). Ωστόσο, στις παλιές εκλογές το μαύρο πήγαινε χέρι-χέρι με το άσπρο,
αλλά στη φρασεολογία το πρώτο επιβίωσε ενώ το δεύτερο ξεχάστηκε. Για
παράδειγμα, την παραμονή των εκλογών του 1885, ο Ρωμηός του Σουρή κυκλοφόρησε
με τίτλο “Εν ονόματι του νόμου, άσπρο εις τον Οικονόμου”, προπαγανδίζοντας την
υπερψήφιση ενός φίλου του ποιητή, ενώ το 1890 οι οπαδοί του Δηλιγιάννη είχαν το
σύνθημα “Μαύρο στους μαύρους, βρε παιδιά / και άσπρο στο κορδόνι!” (Κορδόνι
ήταν το κόμμα του Δηλιγιάννη και “ελιά” το τρικουπικό). Το άσπρο ξεχάστηκε, το
μαύρο έμεινε - είπαμε, εξαιτίας των άλλων αρνητικών συνδηλώσεων.
Η λέξη «μαύρος» πάντως δεν
είναι της κλασικής αρχαιότητας· στην εποχή του Ομήρου ή του Περικλή είχαν τη
λέξη «μέλας», που την έχουμε κρατήσει ακόμα σε μερικές εκφράσεις σαν τον μέλανα
ζωμό, στο επίθετο «μελανός» αλλά και στο μελάνι. Ο μαύρος είναι λέξη
ελληνιστική, που προέκυψε από το αρχαίο επίθετο «αμαυρός», που σήμαινε
«σκοτεινός, χωρίς φως». Από το αμαυρός, μέσω των ρημάτων αμαυρώ (που έχει
εξελιχθεί στο σημερινό αμαυρώνω, που όμως χρησιμοποιείται συνήθως μεταφορικά)
και μαυρώ, και από εκεί, ενδεχομένως και με την επίδραση του λατινικού maurus,
προήλθε το μαύρος.
Το μαύρο δεν είναι χρώμα
αισιόδοξο (οι αυστηροί θα έλεγαν ότι δεν είναι καν χρώμα, είναι έλλειψη
χρωμάτων, αλλά ας το προσπεράσουμε). Οι περισσότερες μεταφορικές σημασίες που
έχει πάρει είναι χρωματισμένες αρνητικά. Ρίχνουμε μαύρη πέτρα πίσω μας όταν
φεύγουμε οριστικά, και απογοητευμένοι, από κάπου, σαν τα νέα παιδιά που φεύγουν
τώρα απογοητευμένα μετανάστες· κάνουμε μαύρα μάτια να δούμε κάποιο αγαπημένο
πρόσωπο που λείπει· χύνουμε μαύρο δάκρυ όταν μετανιώνουμε πικρά· μας ζώνουν τα
μαύρα φίδια όταν ανησυχούμε πολύ· κάνουμε μαύρες σκέψεις όταν είμαστε
απαισιόδοξοι· μας κάνουν τη ζωή μαύρη, έχουμε το μαύρο μας το χάλι, είμαστε
στις μαύρες μας ή τα βλέπουμε όλα μαύρα -κι άραχνα κάποτε. Έχουμε επίσης τη
μαύρη αγορά, τη μαύρη μαγεία και τη μαύρη λίστα· ακόμα και το μαύρο χιούμορ
είναι μακάβριο και κάποιους ενοχλεί, ενώ η μαύρη αλήθεια είναι εκείνη που δεν
μας είναι ευχάριστο να την παραδεχτούμε.
Ο μαύρος βέβαια μπορεί να
είναι ο δυστυχισμένος (μαύρη ζωή έκαναν οι μαύροι κλέφτες), στα πολιτικά όμως
είναι ο ακροδεξιός, ο φασίστας, η μαύρη αντίδραση που λέγαμε παλιά. Τούτες οι
εκλογές έχουν την ιδιαιτερότητα ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, υπάρχει ο
μεγάλος φόβος να το πω αλλιώς, να μπει στη Βουλή η μαύρη νεοναζιστική συμμορία
της Χρυσής Αυγής, κάτι το οποίο, πρέπει να το παραδεχτούμε, φάνταζε αδιανόητο
μέχρι πριν από λίγο καιρό. Δεν είναι μαύροι με την πολιτική έννοια όσοι
σκέφτονται να ψηφίσουν τη συμμορία με τα μαύρα, οι περισσότεροι ζουν ζωή μαύρη
και δεν το έχουν σκεφτεί όσο θα έπρεπε.
Όσο για την απενοχοποίηση
των χρυσαυγίτικων απόψεων, κυρίως φταίνε εκείνοι που πρώτα υπέγραψαν στο
Δουβλίνο και μετά έβαλαν στα σαλόνια της δημοκρατίας τους γενόσημους με τα
φαιά, εκείνοι που για να συσπειρώσουν τις γραμμές τους τις τελευταίες εβδομάδες
και μέρες έχουν επιδοθεί σε τρομολαγνική εκστρατεία με τη διαπόμπευση της
οροθετικής ιερόδουλης (αλλά την προστασία του φονιά με τα ψυχολογικά
προβλήματα) και με τη φαρσοκωμωδία της Αμυγδαλέζας.
Θέλω να πω, είναι
απαραίτητο το μαύρισμα, αλλά δεν αρκεί, το μαύρισμα θέλει προσοχή, ή ίσως θέλει
ηρεμίαν, που έλεγε και ο Μποστ. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου